κλουβιάζω

κλουβιάζω
κλουβιάζω και κλουβιαίνω κλούβιασα και κλούβιανα, κλουβιασμένος
1. λέγεται για τα αβγά και σημαίνει γίνομαι κλούβιος, μπαγιατίζω, χαλνώ: Κλούβιασαν τ' αβγά.
2. κάνω κάτι να γίνει κλούβιο: Του κλούβιανε το μυαλό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλουβιάζω — και κλουβιαίνω [κλούβιος] 1. (για τα αβγά) γίνομαι κλούβιος ή μπαγιάτικος, χαλώ («πέταξα πέντε αβγά γιατί κλούβιασαν») 2. καθιστώ κάποιαν ή κάτι κλούβιο 3. γίνομαι ανόητος, μωραίνω («γέρασε και κλούβιανε») 4. μέσ. κλουβιάζομαι (για τα πτηνά)… …   Dictionary of Greek

  • γουριάζω — και γουργιάζω και ουργιάζω 1. (για πρόσωπο) θρηνώ, οδύρομαι 2. (για σκύλο) ουρλιάζω 3. (για πουλί) κράζω 4. (για αβγό) κλουβιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ωρύομαι κατά τα σε άζω (πρβλ. κράζω, φωνάζω) με τροπή τού ω σε ου , ανάπτυξη αρχικού γ και… …   Dictionary of Greek

  • κλουβιαίνω — βλ. κλουβιάζω …   Dictionary of Greek

  • κλούβιασμα — το [κλουβιάζω] 1. το μπαγιάτεμα τών αβγών 2. η έγκλειση πτηνών σε κλουβί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”